ΚΑΛΗΝΥΧΤΑ ΟΛΙΒΕΡ

ΚΑΛΗΝΥΧΤΑ ΟΛΙΒΕΡ1

Χθες ήταν μια βραδυά από αυτές που νοιώθεις καμιά φορά πως δεν μπορεί να σε βοηθήσει ούτε ο Θεός. Καθόμουνα σε μια πολυθρόνα, βυθισμένος στο παχύ βελούδο της και πνιγμένος στις σκέψεις μιας ολόκληρης ζωής. Ήταν από τις βραδιές που περιμένεις, μόνος, να περάσουν γρήγορα οι ημέρες, μέχρι που ένα αεροπλάνο, ένα πλοίο ή ένα τρένο θα σου φέρει τον άνθρωπό σου πίσω ξανά. Τον άνθρωπό σου που έφυγε ξαφνικά για λίγες μέρες σε κάποιο ταξίδι.

Άρχισα να βλέπω επίμονα ένα παλιό βενετσιάνικο τασάκι μουράνο, στο χρώμα της καραμέλας, που ήταν  αφημένο σαν στόλισμα, βαρύ, στην άκρη ενός  μικρού τραπεζιού στο σαλόνι. Το παρατηρούσα επί ώρα και προσπαθούσα να αποτυπώσω στο μυαλό μου μόνον αυτό, το σχήμα του, τις καμπύλες του, τις απαλές αποχρώσεις του, μήπως και καταφέρω και διώξω γι απόψε τις συσσωρευμένες περιττές σκέψεις μου. Μα και πάλι δυσκολευόμουνα. Ξέφευγα από τον αρχικό σκοπό.Δεν μπορούσα να ηρεμήσω, να αυτοσυγκεντρωθώ, η άσκηση της ψυχοδυναμικής δεν μου έβγαινε. Η ματιά μου δεν ήταν σταθερή. Πότε το έβλεπε σκέτο, πότε κολλημένο στο τραπέζι και του έδινε δικές της ερμηνείες που τις περνούσε μες στο μυαλό μου και πρόσθετε κι άλλες σκέψεις στις ήδη υπάρχουσες. Τελευταία φορά η ματιά μου ανακάτεψε τη σκιά του χώρου με τη φαντασία και μου το παρουσίασε σαν ένα σκύλο καθιστό, με τα δυό του μπροστινά πόδια τεντωμένα όρθια και το κεφάλι του γυρισμένο προς εμένα να με κοιτάει. Τα δυό ντελικάτα πόδια του τραπεζιού από το ξύλο της τριανταφυλιάς με το μουράνο τασάκι όπως έπεφτε πάνω τους το λιγοστό φως της απλίκας, αφήνοντας ξαπλωμένη τη σκιά πίσω τους μου έδινε αυτό το οπτικό αποτέλεσμα.

Ά ….νευρίασα. Σηκώθηκα και πήγα στη μπαλκονόπορτα. Τράβηξα τη κουρτίνα και έσυρα τη μεγάλη πόρτα. Βγήκα στη βεράντα. Τα πάντα έξω ήταν βρεγμένα. Πότε έβρεξε αναρωτήθηκα. Κι όμως έβρεχε ακόμα. Μια βροχή αόρατη, αχνή και άηχη όπως άηχη ήταν αυτή η νύχτα. Ούτε ένας άνθρωπος να περπατά έξω, ούτε το γαύγισμα ενός σκύλου. Μπήκα στο σαλόνι και έκλεισα πάλι τη μεγάλη μπαλκονόπορτα. Οι σκέψεις μου χτύπαγαν από τοίχο σε τοίχο και στροβιλίζονταν γύρω μου και γύρω από τα έπιπλα του σπιτιού. Είχαν ξεφύγει πέρα από κάθε λογική και πείραζαν συνέχεια τη μοναξιά μου. Δεν με άφηναν ήσυχο. Κι εγώ ανήμπορος να τις βρίσω, να τις μαζέψω και να τις πετάξω έξω στο δρόμο να τις πάρει η βροχή, να τις κυλήσει και να τις πάει μακριά και να τις πνίξει, τις άφηνα να μπαινοβγαίνουν μες στις ακλείδωτες  κάμαρες  του μυαλού μου. Θέλησα να φάω ένα γλυκό. Πήγα στη κουζίνα, έψαξα παντού. Τίποτα πουθενά. Στο σαλόνι σκέφτηκα μέσα σε μια πορσελάνινη φοντανιέρα πάντα βρίσκω κάποιο νόστιμο σοκολατάκι, από αυτά που πάντα λες θα φάω ένα και μετά τρως κι άλλο κι άλλο…Μα ήταν άδεια. Τα είχα φάει όλα προχθές , τη μέρα που έφυγε η Λίζα ταξίδι. Γύρισα από το αεροδρόμιο και ένοιωθα τόσο μόνος που τα έφαγα σιγά σιγά όλα. Πήγα στη κρεβατοκάμαρα άνοιξα το συρτάρι στο κομοδίνο, εκεί πάντα είχα καραμέλες και τσίχλες,μα τίποτα. Δυο μέρες τώρα συμπλήρωνα το κενό μιας ανθρώπινης ύπαρξης με γλυκά σκευάσματα. Καραμέλες , τσίχλες , φοντάν και μπισκότα….

Έτρεξα πάλι στη κουζίνα. Θυμήθηκα πως στη τροφοαποθήκη, εκεί ανάμεσα στα όσπρια και στα δημητριακά υπήρχαν πάντα κάτι γκοφρέτες σκέτες ή με φουντούκι. Μα η επιθυμία μου δεν εύρισκε ανταπόκριση μέσα στα ντουλάπια . Δεν υπήρχε τίποτα…. Στο κάτω μέρος ενός ντουλαπιού μια μεγάλη σακούλα από γυαλιστερό πλαστικοποιημένο χαρτί, πολύχρωμη και με τη φωτογραφία ενός όμορφου σκύλου, φάνταζε μπρος μου σχεδόν γεμάτη από ξηρή τροφή  και με κορόϊδευε αφού ήτανε σαν να μου έλεγε, αν ήσουνα σκύλος θα έτρωγες για καλά, αλλά τυχαίνει να είσαι άνθρωπος και εγώ έχω τροφή μόνον για σκύλους.

Κάθε πρωί η Λίζα έβαζε με μια μικρή πλαστική σέσουλα, κάμποση από αυτή τη τροφή πότε σε ένα κομμάτι αλουμινόχαρτο και πότε σε κάποιο χάρτινο κουτάκι και πήγαινε γρήγορα μέχρι τη πλατεία δίπλα από το σιντριβάνι  και τάϊζε τρία αδέσποτα σκυλάκια που τη περίμεναν με κουνιστές ουρές και πολύ αγάπη. Μά κάποιες βραδυές μαγείρευε μέχρι αργά το φαγητό τους για να το έχει πρωί πρωί ετοιμο, φρέσκο, και πήγαινε και τα τάϊζε. Μετά γύριζε βιαστικά στο σπίτι, ετοίμαζε το πρωινό, με ξύπναγε και πριν φύγω για το γραφείο μου, τρώγαμε και μιλούσαμε στο τραπέζι και μου έλεγε για τη χαρά που κάνανε τα σκυλάκια της πλατείας με τη μαγειρική της. Συμβουλευόταν για τη σωστή διατροφή των σκύλων  από το διαδύκτιο και πάντοτε τους μαγείρευε κάτι διαφορετικο, ανάλογα τον καιρό.

Έριξα ένα χοντρό μπουφάν πάνω μου και έφυγα για τη πλατεία. Στο περίπτερο του Φώτη σκέφτηκα βρίσκεις τα πάντα. Θα πάρω διάφορες σοκολάτες και καραμέλες να έχω να περάσω όλες τις μέρες που θα λείπει η Λίζα.

Περπάτησα μέσα στη ψιλή βροχή, γρήγορα και έφτασα στη πλατεία. Το περίπτερο ήταν φωταγωγημένο και τα πάμπολα είδη που διέθετε πολύχρωμα και φωτεινά του έδιναν μια όψη χαρούμενη γεμάτη ενδιαφέρον, γεμάτη ζωή. Και τι δεν είχε… Περιοδικά, εφημερίδες , ψυγεία γεμάτα από αναψυκτικά και επιδόρπια , γάλα, καφέ, σοκολάτες , άλλα γλυκίσματα, τσίχλες, τσιγάρα, νυχοκόπτες, βιβλία. Ένα πανυγήρι ήταν. Ένας μικρός θησαυρός. Το Περίπτερο. Αχ Ελλάδα μου γλυκιά είπα. Ξεχωρίζεις από πάρα πολλά από τις υπόλοιπες χώρες του κόσμου, αλλά ένα από όλα αυτά είναι και το περίπτερο. Δύο η ώρα τα ξημερώματα αν θες να πης μια καλημέρα και να φας μια λαχταριστή διπλοτυλιγμένη σοκολάτα από αυτές που προτιμάς, να πάρεις και φουντουκάκια για το δρόμο του γυρισμού μέχρι το σπίτι σου, να γεμίσεις τις τσέπες σου με διάφορες τσίχλες και καραμέλες, να πάρεις κι ένα περιοδικό, να πάρεις κι ένα dvd και πασατέμπο, να πάρεις κι ένα βερνίκι για τα παπούτσια σου κι έναν αναπτήρα, μόνον στην Ελλάδα μπορείς να τα βρεις τέτοια ώρα και όλα αυτά σε ένα περίπτερο. Κι αν ο περιπτεράς είναι και μερακλής και φίλος, τότε σου φτιάχνει και καφέ, και κάθεσαι και τα λέτε για κάμποση ώρα. Κι αν κοιτάξεις στο βάθος του δρόμου, στο άλλο άκρο της πλατείας, άλλο ένα πανηγυράκι φωτεινό γεμάτο ζωή φαίνεται από μακρυά. Είναι το άλλο περίπτερο…

Εκεί στη πλατεία τα έλεγα με το Φώτη, το περιπτερά, το φίλο μου, έφαγα ένα γιαουρτάκι μου έβαλε και δυο μεριδούλες μέλι, και μετά μου σέρβιρε ένα σκέτο ζεστό καφέ, γαλλικό ελαφρύ, έτσι για να έρθει σε αντίθεση με τη κρύα και υγρή βραδυά. Η συζήτηση με έκανε άλλο άνθρωπο. Έφυγε κάθε αρνητική σκέψη από το μυαλό μου. Κάθε στεναχώρια. Κάθε κακοκεφιά. Είπαμε αστεία, σχολιάσαμε την επικαιρότητα, γελάσαμε δυνατά, χαρούμενα, χορταστικά. Ένας νεαρός άντρας κρυωμένος πέρασε από το περίπτερο. Έβηχε επίμονα και έδειχνε άρρωστος και μόνος. Φοιτητής πρέπει να ήτανε σκέφτηκα, μακριά από τη φροντίδα των γονιών, μόνος. Ζήτησε καραμέλες για το βήχα. Του έδωσε ο Φώτης αλλά του είπε περίμενε, κάτσε να σου φτιάξω ένα ζεστό τσάϊ, να το πάρεις να το πιεις στο σπίτι. Θα σου κάνει καλό…έβαλε ένα μεγάλο μπρίκι πάνω στο γκαζάκι, στο μικρό εξωτερικό περβάζι του περίπτερου και άναψε φωτιά. Σε δυο λεπτά το τσάι ήταν έτοιμο. Του το σέρβιρε σε ειδικό θερμός κύπελο, το σκέπασε με το καπάκι, του το έδωσε στα χέρια και του ειπε, αυτό να το πιεις στο σπίτι θα σου κάνει καλό. Ο νεαρός απορρημένος από το ενδιαφέρον του περιπτερά τον ευχαρίστησε κι έφυγε. Χάθηκε γρήγορα στο βαρύ σκοτάδι της νύχτας. Ο βήχας του ακουγόταν μόνον από το βάθος του δρόμου. Ο Φώτης έβγαλε ένα αναστεναγμό. Σκέφτηκε το γυιό του στη Θεσσαλονίκη. Φοιτητής. Μόνος. Κι αν είναι κρυωμένος μου σιγοψιθύρισε, Κι αν βήχει;

Έλα ρε Φώτη του είπα. Υπερβολικός όπως πάντα. Αν ήταν κρυωμένος θα το ήξερες. Αφού του μιλάς στο τηλέφωνο δέκα φορές την ημέρα….και γελάσαμε δυνατά.

Έλα να κάνουμε ένα τσιγάρο του είπα και μετά να φύγω. Ανάψαμε δυο τσιγάρα. Καπνίσαμε έτσι εικονικά με κινήσεις που θύμιζαν παρελθόν. Φυσάγαμε το καπνό στον ουρανό με ύφος υπεραπόλαυσης λες και είμαστε κι οι δυο σταρ παλιάς τηλεοπτικής διαφημιστικής καμπάνιας. Τι απόλαυση… φωνάξαμε με ειρωνία… και γελάσαμε δυνατά….

Βάδιζα για το σπίτι. Η νύχτα ήταν κρύα, υγρή, νοτισμένη. Τα πάντα βρεγμένα, ήσυχα, σκοτεινά. Ο ουρανος σκοτεινός κι αυτος, συνεφιασμένος, δίχως αστέρια, δίχως φεγγάρι. Ήξερα ότι ο Φώτης σκεφτόταν το γυιό του κι εγώ τη Λίζα.  Μα ένας ήχος παράλληλος με τον ήχο που άφηναν τα βήματά μου πάνω στο βρεγμένο πεζοδρόμιο ερχόταν στ’ αυτιά μου. Γύρισα και μες’ στο σκοτάδι είδα να με ακολουθεί ένας σκύλος. Το ρυθμικό ηχηρό χαρακτηρηστικό πάτημά του που το γνωρίζεις αμέσως. Το βάδισμα του σκύλου. Αυτό το επαναλαμβανόμενο τικ, τικ, τικ, τικ, που κάνουν τα νύχια του καθώς ακουμπούν με χάρη και ρυθμό τις πλάκες στο πεζοδρόμιο.Η σκέψη μου δεν ακολουθούσε τη ματιά μου. Ήτανε μακρυά, ίσως σκέπαζε τη Λίζα που ήταν ξαπλωμένη μακρυά στο Μιλάνο, στο σπίτι της μητέρας της. Αλλά ο παράλληλος ήχος με έκανε και ξαναγύρισα πίσω. Ο σκύλος συνέχιζε και με ακολουθούσε. Με κοίταζε στα μάτια κάθε φορά που τον κοίταζα κι εγώ. Πάλι δεν έδωσα σημασία. Η ματιά μου ήταν μακρυά από τη σκέψη μου. Έφτασα στο σπίτι, έβγαλα τα κλειδιά για ν’ ανοίξω τη πόρτα. Το ρυθμικό τικ, τικ, τικ, τικ σταμάτησε πίσω μου. Γύρισα πάλι και κοίταξα. Το φως της λάμπας στην είσοδο της πολυκατοικίας φώτισε το πρόσωπο του σκύλου. Ήταν ένας όμορφος μεγαλόσωμος σκύλος που με κοίταζε με ένα βλέμμα γεμάτο αγάπη. Σαν να μου έλεγε…ήρθα να σου κάνω παρέα.Ήρθα να γίνουμε φίλοι. Μάζεμα γρήγορα τις σκέψεις διπλα μου. Αυτός στεκόταν όρθιος, κούναγε την ουρά του. Ένοιωσα παντού να απλώνεται η αγάπη γύρω μου. Είχα χρόνια να αισθανθώ αυτού του είδους την αγάπη κοντά μου. Αυτή την αγάπη την ένοιωθα μόνον όταν ζούσε ο παππούς μου. Ο παππούς μου ο Όλιβερ. Ο καλύτερος παππούς του κόσμου, ο καλύτερος φίλος μου. Λύγισα τα γόνατά μου και κάθισα στο ύψος του σκύλου. Τον χάϊδεψα στο κεφάλι. Η ουρά του δεν έλεγε να σταματήσει το κούνημα. Η ματιά του ήταν γλυκιά. Άνοιξε το στόμα του και με τη μεγάλη του γλώσσα έγλειψε με επιθυμία το χέρι μου.Του έδωσα και το άλλο μου χέρι. Το έγλειψε κι αυτό. Γνωριστήκαμε για καλά. Ήταν βρεγμένος. Στα χέρια μου αισθανόμουνα τους άγριους κόκκους από το χώμα και τις βρωμιές που είχαν κολλήσει πάνω του με τη βροχή. Άνοιξα τη πόρτα. Πέρασε Όλιβερ του είπα. Πέρασε φίλε μου.

Μπήκαμε στο σπίτι μου. Από σήμερα το σπίτι αυτό είναι και δικό σου του είπα. Αυτός όρθωσε το ανάστημά του και μύριζε την ατμόσφαιρα του σπιτιού με χαρά. Τον έκανα μπάνιο. Έβλεπα το βρώμικο νερό να κυλάει και να φεύγει στην αποχέτευση του μπάνιου. Το βλέπεις του είπα. Δεν θα σε αφήσω ποτέ πια να μου γίνεις τόσο βρώμικος. Τίναξε τα νερά από πάνω του. Με έκανε μούσκεμα. Γέλασα δυνατά. Το τρίχωμά του γυάλιζε πεντακάθαρο. Η ματιά του, σαν να μου γέλαγε κι αυτός. Πήρα μια καθαρή λευκή βαμβακερή πετσέτα και τον σκούπισα καλά. Μετά πήγαμε στη κουζίνα. Του έβαλα σ’ ένα πιάτο μια σέσουλα ξηρή τροφή από αυτή που ταϊζει τα σκυλάκια της πλατείας η Λίζα. Έφαγε λίγο. Δεν πείναγε. είχε χορτάσει με την αγάπη μου. Όπως κι εγώ. Εκείνο το βράδυ δεν έφαγα σοκολάτες. Δεν έφαγα τίποτα. Ήμουνα χορτασμένος από την αγάπη του Όλιβερ. Ήπιαμε νερό. Έστρωσα μια κουβέρτα στη πολυθρόνα στο σαλόνι και ξάπλωσε εκεί. Κουλουριάστηκε ευτυχισμένος. Μετά χαλάρωσε και απλώθηκε ακόμα πιο χαρούμενος. Πήρα κι εγώ μια κουβέρτα και ξάπλωσα στο καναπέ. Μεθαύριο θα έρθει η Λίζα του είπα. Η Λίζα που είμαι σίγουρος πως θα σε αγαπήσει ακόμα πιο πολύ κι από μένα…Καληνύχτα Όλιβερ του είπα και κοιμηθήκαμε ευτυχισμένοι.1

Σχολιάστε